Κατά τον Εβάλντ Ιλιένκοφ (Evald Ilyenkov), η Παιδαγωγική επιστήμη «φαίνεται να υπονοεί ότι οι ανθρώπινες ικανότητες θα έπρεπε να περιλαμβάνουν την ειδική δεξιότητα του συσχετισμού της γνώσης με το αντικείμενό της, με την πραγματικότητα». Αυτό σημαίνει ότι «γνώση» και «αντικείμενο» θεωρούνται ως δύο διαφορετικά, διακριτά μεταξύ τους «πράγματα».
Το να θυμάται ο μαθητής τούς κανόνες της λογικής και ορισμένους αλγεβρικούς τύπους των φυσικών επιστημών δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να τους χρησιμοποιήσει και να τους συσχετίσει. Η κριτική ικανότητα δεν αναπτύσσεται με την απομνημόνευση πληροφοριών, αλλά με τη διατύπωση ερωτημάτων και την αναζήτηση της γνώσης. Επειδή όμως ο μαθητής έρχεται σε επαφή με έτοιμες θεωρίες, τις απομνημονεύει χωρίς να γνωρίζει και χωρίς να έχει κατανοήσει τι είναι αυτές οι θεωρίες, πώς προέκυψαν, σε ποια ερωτήματα απαντούν και τι ανάγκες ικανοποιούν.
Τελικά, αυτό που μένει στο μυαλό του είναι ένα σύστημα λέξεων, όρων, συμβόλων, σημαδιών και οι σταθεροί τους συνδυασμοί, τους οποίους μπορεί να αναπαραγάγει στις εξετάσεις. Επειδή όμως συνιστούν ένα σύστημα συμβόλων το οποίο έμαθε ανεξάρτητα από το αντικείμενο που συμβολίζουν, διαμορφώνει μια χαλαρή σύνδεση που διαρρηγνύεται εύκολα. Μετά το πέρας των εξετάσεων, ο μαθητής που έχει μάθει τα θρυμματισμένα σύμβολα (εξισώσεις, ημερομηνίες κτλ.) αρχίζει να τα ξεχνά και μετά από λίγο καιρό δεν θυμάται τίποτα από αυτά. Ωστόσο, έχει περάσει στις εξετάσεις και ενδεχομένως με πολύ υψηλό βαθμό. Έχει μάθει, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του σχολικού συστήματος, αλλά δεν έχει κατανοήσει τη γνώση· δεν μπορεί να την εφαρμόσει για να αναλύσει και να ερμηνεύσει την πραγματικότητα, ούτε για να πραγματοποιήσει την αντίστροφη κίνηση: να κωδικοποιήσει και να μετασχηματίσει προβλήματα της πραγματικότητας με επιστημονικούς όρους.
Την ίδια άποψη εκφράζει με διαφορετικά λόγια και ο Τζέρομ Μπρούνερ (Jerome Bruner) όταν επισημαίνει ότι: «ο καλύτερος τρόπος για να κεντρίσει ο δάσκαλος το ενδιαφέρον για το μάθημα είναι να το καταστήσει άξιο για μάθηση. Αυτό σημαίνει να κάνει τη γνώση που αποκτάται άξια χρησιμοποίησης πέρα από την περίσταση στην οποία επιτελέσθηκε η μάθηση. Η γνώση που θα κατακτηθεί χωρίς την επαρκή δομή που θα τη στερεώσει, είναι γνώση που πιθανόν θα λησμονηθεί. Ένα ασύνδετο σύνολο γεγονότων έχει πολύ μικρή διάρκεια ζωής στη μνήμη του ανθρώπου. Το να οργανώνει ορισμένα γεγονότα βάσει αρχών και ιδεών είναι ο μόνος τρόπος για να μειωθεί ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο χάνεται η μνήμη».
Από τη στιγμή όμως που η «γνώση του αντικειμένου» έχει μετατραπεί ουσιαστικά σε «γνώση της γλώσσας μέσα από την οποία αυτό εκφέρεται στο σχολείο», οι δεσμοί ανάμεσα στα γλωσσικά σήματα σπάνε. Οπότε, είναι λογικό να παράγονται «μαργαριτάρια». Ο μαθητής που απομνημόνευσε ότι οι «Πράσινοι» και οι «Βένετοι» ήταν δύο πολιτικές παρατάξεις στο Βυζάντιο, δεν είναι καθόλου απίθανο σε μια ερώτηση για τις μεταρρυθμίσεις των Γράκχων να παραγάγει ένα «αλαλούμ» στο οποίο οι Γράκχοι να εμφανίζονται ως αρχηγοί των δύο παρατάξεων που έκαναν «αγώνες με άλογα στον ιππόδρομο» (το παράδειγμα πραγματικό: προέρχεται από γραπτό «καλού» μαθητή της Β΄ Γυμνασίου). [474]
Κώστας Θεριανός, http://tvxs.gr, 29/7/2014 (Διασκευασμένο κείμενο).