Η πρώτη λέξη του τίτλου της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του 1948 εκφράζει την πιο υψηλή ίσως επιδίωξή της: τα δικαιώματα που «προκηρύσσει» ισχύουν για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως τόπου, φύλου, έθνους, φυλής, πολιτισμού, πολιτικού καθεστώτος ή οποιασδήποτε άλλης διαφοροποίησης. Η οικουμενικότητα αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της έννοιας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως άλλωστε το δηλώνει και η αναφορά στον «άνθρωπο» (και όχι, π.χ., στον «πολίτη»).
Η οικουμενικότητά τους όμως έχει αμφισβητηθεί, στο όνομα των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και των ιδεολογικών, θρησκευτικών ή άλλων διαφορών μεταξύ ανθρωπίνων κοινωνιών και ομάδων. Τις αντιρρήσεις έχουν εκφράσει, όχι μόνο σχετικιστές φιλόσοφοι ή κοινωνικοί επιστήμονες, αλλά και κυβερνητικοί εκπρόσωποι σε μείζονες διεθνείς συνδιασκέψεις. Μολονότι παλαιά, η διαμάχη αυτή είναι χαρακτηριστική των προβλημάτων του σημερινού κόσμου, ενός κόσμου όπου η τεχνολογική, οικονομική, αλλά και η πολιτιστική ολοκλήρωση –η λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση»– συνυπάρχει με την πολιτισμική ποικιλία, ίσως μάλιστα τη στηρίζει και την ενισχύει.
Αξίζει λοιπόν τον κόπο μια πιο ουσιαστική διερεύνηση. Βέβαια, η οικουμενικότητα που εδώ ενδιαφέρει δεν αναφέρεται κατ’ ανάγκην σε διατάξεις και διαδικασίες. Η αλαζονική εμμονή σε συγκεκριμένες εκδοχές δικαιωμάτων, που συχνά χαρακτηρίζει την επίσημη ευρωπαϊκή ή αμερικανική προσέγγιση, υπονομεύει στην πράξη τη γενική αποδοχή και εφαρμογή τους. Η οικουμενικότητα αφορά το κεντρικό περιεχόμενο, την ουσία των δικαιωμάτων, όχι τις επί μέρους εκφάνσεις. Καλύπτει έτσι ένα σκληρό πυρήνα από θεμελιώδη δικαιώματα και όχι την κάθε λεπτομέρεια της εφαρμογής τους. Τα σημαντικά περιθώρια ασάφειας και αμφιβολίας που αφήνει μια τέτοια προσέγγιση, και αναπόφευκτα είναι, τελικά, και θετικά, διότι προσδίδουν ευελιξία και προσαρμοστικότητα.
Την οικουμενικότητα επιβεβαιώνει, με παράδοξο ίσως τρόπο, και η ιστορική διάσταση του θέματος. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως εμφανίζονται σήμερα, είναι αποτέλεσμα μακρών ιστορικών διεργασιών. Όλες, λίγο ή πολύ, τις πράξεις και τις πρακτικές που τα παραβιάζουν τις βρίσκουμε και στην ιστορία, και μάλιστα στην πρόσφατη, των ευρωπαϊκών κρατών. Η συνείδηση αυτής της ιστορικής σχετικότητας πρέπει να μας κάνει πιο ταπεινόφρονες, αλλά όχι μόνο δεν μειώνει, αλλά επιτείνει τη λογική της οικουμενικότητας. Το ότι και οι χειρότερες πρακτικές παραβίασης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ήταν κάποτε παραδεκτές από τις κοινωνίες που σήμερα τις καταδικάζουν έντονα και αποτελεσματικά, μας επιτρέπει να θεωρούμε εύλογο ότι και οι κοινωνίες που σήμερα τις παραδέχονται θα τις απορρίψουν και θα προσχωρήσουν στη λογική της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Τόσο η οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και η αμφισβήτησή της έχουν καίρια πολιτική διάσταση. Τα δικαιώματα του ανθρώπου αναφέρονται κατά κύριο λόγο στη σχέση του πολίτη με το κράτος ή ευρύτερα του ατόμου με το κοινωνικό σύνολο. Τα θέματα αυτά αποτελούν την πεμπτουσία1 της πολιτικής. Οι ενστάσεις ως προς την οικουμενικότητα αμφισβητούν συχνά την προτεραιότητα του ατόμου και τονίζουν την υπεροχή του κοινωνικού συνόλου –θέση που συνήθως μεταφράζεται όμως σε υπεροχή τής εκάστοτε κυβέρνησης ή άρχουσας ομάδας. Παρά τις όποιες, θεμιτές κατ’ αρχήν, θεωρητικές αμφισβητήσεις, οι περιορισμοί στα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά καταγράφονται στα διεθνή κείμενα, έχουν αποδειχθεί κατά γενικό σχεδόν κανόνα εκ του πονηρού, έχουν οδηγήσει στην πραγματικότητα σε αυταρχικές, ανελεύθερες καταστάσεις. [484]
Αργύρης Α. Φατούρος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 6/12/1998 (Διασκευασμένο κείμενο).
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=105699
Αργύρης Α. Φατούρος (1998): καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.