Μια γενιά άπληστων παιδιών δημιουργούν οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, με συνεργούς φυσικά τους γονείς, καθώς η γήρανση του πληθυσμού στις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες τις εξωθεί να χαμηλώσουν ολοένα και περισσότερο τον μέσο όρο ηλικίας του δυνάμει καταναλωτικού τους κοινού. Αυτό επισημαίνει σε πρόσφατο άρθρο της με τίτλο «Τα έχω όλα κι αποκτώ περισσότερα» η γερμανική εφημερίδα Die Zeit.
Σύμφωνα με τις στατιστικές, οι ενήλικες δαπανούν περίπου το μισό τους μηνιαίο εισόδημα για τα παιδιά και τα έξοδα κυμαίνονται από 255 ώς 865 ευρώ, ανάλογα με τον μισθό και τον αριθμό των παιδιών τους. Πολλές εταιρείες φροντίζουν να υπονοήσουν ότι οι γονείς μπορούν να κάνουν κάτι καλό για τα παιδιά τους και να γλυκάνουν ταυτόχρονα και τα πιτσιρίκια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σλόγκαν της Ferrero ότι οι ράβδοι σοκολάτας Kinder περιέχουν επιπλέον μερίδα γάλακτος, που είχε σαν αποτέλεσμα το 58% όλων των παιδιών ηλικίας 6 ώς 13 να καταναλώνουν μία ή περισσότερες ράβδους την εβδομάδα. Όλα για την υγεία. Κάνουν καλό στα κόκαλα είναι το συγκεκαλυμμένο μήνυμα προς τους ενήλικες. Καίριο ρόλο στη δημιουργία των άπληστων παιδιών παίζει το ευρέως διαδεδομένο στις δυτικές κοινωνίες σχήμα 4-2-1, δηλαδή τέσσερις παππούδες, δύο γονείς με την προσοχή τους στραμμένη αποκλειστικά σε ένα μοναχοπαίδι. Πλανάται αν πιστεύει κανείς ότι οι διαφημιστικές εκστρατείες απευθύνονται μόνο σε ευκατάστατους. H φτώχεια ελάχιστη σχέση έχει με την καταναλωτική συμπεριφορά και τα παιδιά. Ανεξάρτητα από την κοινωνική τους διαστρωμάτωση, μαθαίνουν ότι είναι ωραίο να απολαμβάνει κανείς μερικές φορές κάποια σπατάλη. Σταδιακά η κατανάλωση εξελίσσεται σε σημαντική πηγή αυτοεκτίμησης για τους εφήβους.
Πόσοι ακριβώς αναζητούν την αυτοπεποίθησή τους μέσα από την κατανάλωση, χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες, πόσο καταχρεώνονται και πόσοι κλέβουν –συχνά από τους συμμαθητές τους– ουδείς γνωρίζει. Αυτό ισχύει προς το παρόν για μια μικρή μειοψηφία, η οποία διευρύνεται σταθερά. Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, τόσο οι διαφημιστικές εκστρατείες αρχίζουν να απευθύνονται άμεσα σ’ αυτά, εγκαταλείποντας πλέον τους γονείς. Με βάση το χαρτζιλίκι τους εκτιμάται ότι τα παιδιά, ηλικίας 6 ώς 13 ετών, έχουν τη δυνατότητα να δαπανούν ετησίως στη Γερμανία 5,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Περίπου το ένα τρίτο εξ αυτών έχουν την πολυτέλεια να αποφασίζουν μόνα τους πώς θα διαθέσουν το ποσό.
Το βασικό μέσο προώθησης των προϊόντων στα παιδιά παραμένει η τηλεόραση.
Μόνο που οι επιχειρήσεις δεν ανταγωνίζονται πλέον για τις τηλεοπτικές ζώνες, αλλά για τη θέση τους στα ίδια τα προγράμματα. Ολόκληρες σειρές κινουμένων σχεδίων δημιουργούνται για να πωληθούν τα αντίστοιχα προϊόντα. Εν τέλει έχουμε φτάσει στο σημείο να παίζει η πίεση των διαφημιστών εξίσου σημαντικό ρόλο όσο και η διαπαιδαγώγηση για την προσωπικότητα των νέων και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τη ζωή τους. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το 70% των εφήβων θεωρεί ότι η εμφάνιση είναι πιο σημαντική από τον χαρακτήρα. Παράλληλα δηλώνουν ότι η μόδα σημαίνει για τη ζωή τους σχεδόν όσα και η ίδια τους η οικογένεια. [492]
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/5/2004 (Διασκευασμένο κείμενο).