Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια γενική τάση στις δυτικές κοινωνίες προς τον μαζικό λαϊκισμό, τη δημοκρατία της ηλιθιότητας και τη νοοτροπία «ο καταναλωτής είναι βασιλιάς». Πολλά προγράμματα της τηλεόρασης το αντανακλούν αυτό, όπως τα ευτελή τοκ σόου (talk show).
Καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία αυτής της κατάστασης έχει παίξει η διείσδυση της αγοράς σε όλα τα πεδία. Έχει πλέον κατακλύσει τον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης, της φροντίδας των ηλικιωμένων, του πολιτισμού, των σχέσεων, της ηθικής, της προσωπικής συμπεριφοράς και της παιδικής ηλικίας. Διαπερνά κάθε πόρο της κοινωνίας.
H ηγεμονία της αγοράς δεν είναι το μόνο αίτιο που τροφοδοτεί την τάση προς τον ατομικισμό. Είναι επίσης συνέπεια μιας φαινομενικά αναπόδραστης κίνησης προς την προσωπική ελευθερία. Σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση ανάμεσα στο κοινωνικό καλό και την προσωπική ελευθερία, η δεύτερη κερδίζει όλο και περισσότερες παρτίδες. Οι παλιοί κανόνες και φραγμοί που οριοθετούσαν την προσωπική συμπεριφορά έχουν διαβρωθεί, και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν τελείως εξαλειφθεί. Οι περιορισμοί που κυβερνούσαν τη σεξουαλική συμπεριφορά έχουν μεταμορφωθεί. O γάμος, ο οποίος στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν αποτελούσε τον θεσμό που προσδιόριζε την ιερή ένωση των ανθρώπων, έχει γίνει για πολλούς μια πρόσκαιρη τακτοποίηση ή μια δέσμευση που μπορεί να αναβληθεί ή και να αποφευχθεί ολότελα. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η επέκταση της προσωπικής ελευθερίας υπήρξε θετική. Έχει φέρει μια νέα αίσθηση ανεκτικότητας. Από την άλλη μεριά, όμως, έχει βγει εκτός ελέγχου. Κάθε κοινωνία στηρίζεται σε κανόνες, σε εξαναγκασμούς, σε ισορροπίες, σε αξίες με διάρκεια, σε μια αίσθηση ηθικής που δεν μπορεί να περιοριστεί στο «κάνε ό,τι νομίζεις σωστό». Μπορεί να ζούμε στην εποχή της ελευθερίας, αυτή μπορεί όμως να περιγραφεί καλύτερα ως εποχή του εγωισμού. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν εξασθενήσει σοβαρά οι μυριάδες δεσμοί που συγκρατούν την κοινωνία και να ζούμε σ’ έναν κόσμο αυξανόμενης προσωρινότητας, μεταβατικότητας και αβεβαιότητας.
H πιο δραματική έκφραση της διάβρωσης των κοινωνικών δεσμών και της έμφασης στην προσωπική ικανοποίηση είναι η στάση απέναντι στα παιδιά. H γεννητικότητα πέφτει σταθερά και τώρα βρίσκεται στο 1,7 –πολύ χαμηλότερη από το επίπεδο στο οποίο μια κοινωνία ανανεώνεται φυσικά. Οι παρακμάζουσες κοινωνίες είναι εκείνες που δεν μπορούν να αναπαραγάγουν τον ίδιο τον πληθυσμό τους. Το μέλλον θυσιάζεται στο παρόν. Οι γυναίκες κάνουν παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, ενώ όλο και περισσότερες επιλέγουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά. Περισσότερες μητέρες επιλέγουν να εξακολουθήσουν να εργάζονται αφού έχουν αποκτήσει παιδιά: και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι άντρες αναπληρώνουν αυτή τη μείωση της μητρικής φροντίδας, επιλέγοντας να εργάζονται λιγότερο. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο χρόνος γονεϊκής φροντίδας έχει μειωθεί αισθητά και η κοινωνία μαζικά πληρώνει άλλους για να φροντίσουν τα παιδιά της. Το ανθρώπινο κόστος αυτής της αδυναμίας να δώσουμε στον ρόλο του γονιού την αρμόζουσα προτεραιότητα θα γίνει περισσότερο αισθητό στο μέλλον, με την αποδυνάμωση των ανθρώπινων σχέσεων, την αποψίλωση της οικειότητας, τα προβλήματα συμπεριφοράς και όλα τα σχετικά. [483]
Μάρτιν Ζακ (Martin Jacqes): Η εποχή μας είναι εποχή εγωισμού, The Guardian-Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/12/2002 (διασκευασμένο κείμενο).