Φαίνεται πως έχει κάποια σημασία το γεγονός ότι άρχισαν να εμφανίζονται στη δισκογραφία συγκροτήματα μπουζουκιών, σε μια περίοδο που τόσο η δισκογραφική παραγωγή όσο και το μπουζούκι περνούν δύσκολες μέρες. Από τότε που αναγορεύτηκε σε εθνικό όργανο, σε αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο και μοναδικό εκπρόσωπο της λαϊκής μουσικής, μέχρι σήμερα, έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας. Η μεγάλη ζήτηση, όπως είναι φυσικό, φέρνει τη μεγάλη προσφορά.. Και έτσι, στο διάστημα αυτό, εμφανίστηκε ένας μεγάλος αριθμός μπουζουξήδων που κάλυπτε τις ανάγκες, όχι βέβαια της δισκογραφίας, αλλά των χιλιάδων κέντρων διασκεδάσεως τόσο της επικράτειας όσο και του εξωτερικού.
Είναι όμως αξιοσημείωτο, ίσως και αντιφατικό, το ότι ο μεγάλος αυτός αριθμός μουσικών του μπουζουκιού δεν συνοδεύτηκε κι από μια ουσιαστική μουσική ανάπτυξη, όπως, ίσως, θα περίμενε κανείς, αναλογιζόμενος τα νομοτελειακά φαινόμενα που έχει να μας παρουσιάσει η ιστορία της μουσικής. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι στα ένδοξα χρόνια της βασιλείας του μπουζουκιού, το βάρος έπεσε περισσότερο στην εμπορική και λιγότερο στην καλλιτεχνική εκμετάλλευσή του. Γι’ αυτό, ύστερα από 50 και πλέον χρόνια «καλλιέργειας», το όργανο είναι ακόμα υποχρεωμένο να παίζει κυρίως εισαγωγές σε λαϊκά τραγούδια.
Τα τελευταία όμως χρόνια, και ενώ το μπουζούκι δείχνει να εισέρχεται στην περίοδο της τρίτης ηλικίας του (καθώς όλο και περισσότερο υποβαθμίζεται ο ρόλος του, τόσο στη δισκογραφία όσο και στα κέντρα διασκεδάσεως), μια νέα γενιά μουσικών βρίσκει τον χρόνο να το προσεγγίσει με καθαρώς καλλιτεχνικές διαθέσεις. Το κίνητρο «εμπρός να μάθω στα γρήγορα τα απαραίτητα για να διεκδικήσω ένα καλό μεροκάματο σε κέντρο, ίσως και δόξα διά των δίσκων» δεν υπάρχει πλέον. Απομένει το κίνητρο της τέχνης. Και αυτό μοιάζει να καρποφορεί, αφού η «αναξιοπαθούσα» δισκογραφία μας παρουσίασε φέτος σε διάστημα ενός μηνός δύο δίσκους με δύο «συγκροτήματα μπουζουκιών» που και τα δύο προβάλλουν (δικαίως, κατά τη γνώμη μου) καλλιτεχνικές απαιτήσεις
Μετά το σύνολο «Ραστ», έρχεται το σύνολο «Δρόμος», που δημιουργήθηκε πριν από τρία χρόνια και έχει εμφανιστεί σε συναυλίες εντός και εκτός της χώρας. Παίζοντας τα κομμάτια που τους αρέσουν, οι μουσικοί, εκτός των άλλων, λαμβάνουν και την αφορμή να δείξουν όχι μόνο την αγάπη, τη γνώση και την απόφασή τους να συνδεθούν με την ουσιαστική μουσική μας παράδοση, αλλά και τη διάθεσή τους να συμβάλουν στη διεκδίκηση ζωτικού χώρου για το λαϊκό τραγούδι και τη συνέχισή του.
Παρά το εύστοχο και το δικαιολογημένο της παρατήρησης αυτής, θα πρόσθετα (ως προς τη συνέχιση του λαϊκού τραγουδιού) πως κάθε γενική αναφορά στο «λαϊκό τραγούδι» συμπεριλαμβάνει και την έννοια «λαός» και πως όσο το λαϊκό αισθητήριο διαμορφώνεται (πλέον) από τους οχετούς της τηλεόρασης, τα άθλια πρότυπα των αμερικανο-ευρω-ελληνο-βιζιόν και τα λοιπά πνευματικά απορρίμματα, είναι μάλλον ανέφικτη η όποια λαϊκή σύνδεση με την ουσιαστική μουσική μας παράδοση, η οποία βαίνει ολοταχώς να λάβει μια γραφική θέση στην παγκοσμιοποιημένη κατηγορία μουσικής «έθνικ» και να γίνει κι αυτή ξερή ταμπέλα στα ράφια των δισκάδικων.
Η απαισιόδοξη αυτή προοπτική δεν σημαίνει, ωστόσο, πως όσοι επιμένουν να αναζητούν τις αξίες αυτής της παράδοσης και να εμπνέονται απ’ αυτές, ματαιοπονούν. Σε όλες τις ζοφερές εποχές είχε μεγάλη αξία και η μικρή, έστω, σπίθα που παρέμενε αναμμένη. [500]
Γιώργος Ε. Παπαδάκης, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 13/10/2004 (διασκευασμένο κείμενο).