Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, κυριαρχούσε η άποψη ότι στόχος της κυβερνητικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση της ευτυχίας μεταξύ του πληθυσμού. Η αντίληψη αυτή οδήγησε σε πολλές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στην Αγγλία. Όμως, η ευτυχία ως στόχος της πολιτικής υποχώρησε τελείως τον 20ό αιώνα, δίνοντας τη θέση της κυρίως στην αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ).
Δύο ήταν κυρίως οι λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτό. Αφενός, διότι επικράτησε το επιχείρημα ότι κανείς δεν ξέρει πώς μπορεί να αισθάνεται ο άλλος ‒και επιπλέον το αίσθημα της ευτυχίας δεν ήταν κάτι το οποίο μπορούσε να μετρηθεί. Αφετέρου, διότι κρίθηκε ότι η εισοδηματική κατάσταση του ατόμου συνδέεται στενά με την ευτυχία του. Μια αύξηση του ΑΕΠ και της καταναλωτικής δύναμης του ατόμου θα οδηγούσε αυτόματα σε αύξηση της ευτυχίας του. Όμως, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών οι εξελίξεις που ανέτρεψαν την κρατούσα λογική.
Η πρώτη εξέλιξη αφορά το γεγονός ότι η ευτυχία δεν είναι μια νεφελώδης υποκειμενική έννοια, αλλά ότι είναι το αντικείμενο σοβαρών επιστημονικών ερευνών, ιδιαίτερα στον χώρο της νευροψυχολογίας. Ο καθηγητής Ρίτσαρντ Ντέιβιντσον του Πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν εντόπισε έναν χώρο στο μπροστινό αριστερό τμήμα του εγκεφάλου όπου κανείς βιώνει τα θετικά συναισθήματα και έναν άλλον χώρο στο δεξί μπροστινό μέρος όπου βιώνει τα αρνητικά συναισθήματα. Η δραστηριότητα σε αυτά τα δύο τμήματα μεταβάλλεται σημαντικά ανάλογα με το αν οι άνθρωποι δηλώνουν ευτυχείς ή δυστυχείς. Έτσι, λοιπόν, η παλιά αντίληψη ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αντικειμενικά πώς αισθάνονται οι άνθρωποι δεν ισχύει πλέον.
Η δεύτερη εξέλιξη αφορά το γεγονός ότι η αύξηση του εισοδήματος την οποία παρατηρούμε τις τελευταίες δεκαετίες, δεν φαίνεται να οδηγεί σε αύξηση της ευτυχίας. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει τα τελευταία 50 έτη στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, η πλειοψηφία δεν θεωρεί ότι είναι πιο ευτυχισμένη σήμερα σε σχέση με το παρελθόν.
Τα αποτελέσματα αυτά ασφαλώς θέτουν σε αμφισβήτηση την άποψη ότι η αύξηση του ΑΕΠ οδηγεί σε αύξηση της ευτυχίας. Καθώς οι κοινωνίες της Δύσης γίνονται πλουσιότερες, οι κάτοικοι στο σύνολό τους δεν γίνονται ευτυχέστεροι. Ένας λόγος είναι ότι τα κριτήρια και οι προσδοκίες μας δεν παραμένουν σταθερά, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με το εισόδημά μας. Υψηλότερο εισόδημα οδηγεί σε υψηλότερες προσδοκίες ‒και όχι απλώς στην ικανοποίηση των παλαιών προσδοκιών.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η αύξηση του εισοδήματος δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε αύξηση της ευτυχίας είναι ότι τα άτομα συγκρίνουν πάντοτε τα εισοδήματά τους με το εισόδημα των άλλων. Κάθε φορά που κάποιος βελτιώνει την οικονομική του κατάσταση είναι πάντοτε σε σχέση με κάποιον άλλον του οποίου η κατάσταση χειροτερεύει. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, μόλις κάποιος βελτιώσει την κοινωνική του θέση, αυτό δημιουργεί πίεση στους άλλους να μην είναι ικανοποιημένοι με αυτά που έχουν.
Η αύξηση λοιπόν του ΑΕΠ, που είναι ο στόχος των κυβερνητικών πολιτικών, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη αύξηση της ευτυχίας. Αντίθετα, οι προσπάθειες βελτίωσης του οικονομικού μας επιπέδου συνεπάγονται ένα πολύ σοβαρό κόστος όσον αφορά την ευτυχία: Οδηγούν σε μια επιδείνωση των σχέσεων με την οικογένεια, την κοινότητα, τους φίλους. [499]
Τάκης Μίχας, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 8/3/2005 (Διασκευασμένο κείμενο).