Για να διεισδύσουμε στην εμπειρία του παιδιού των τριών ή τεσσάρων χρονών που η μαμά του τού διαβάζει ή του διηγείται ένα παραμύθι, έχουμε πολύ λίγα βάσιμα στοιχεία στη διάθεση μας, και είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τη φαντασία μας. Θα ήταν λάθος όμως να ξεκινήσουμε από το ίδιο το παραμύθι και το περιεχόμενό του· τα πιο σημαντικά στοιχεία της κατάστασης που βίωσε το παιδί, μπορεί και να μην αφορούν άμεσα το παραμύθι.
Πρώτα απ’ όλα, το παραμύθι είναι για το παιδί ένα ιδανικό μέσο για να κρατήσει κοντά του τον μεγάλο. Η μητέρα είναι πάντοτε πολύ απασχολημένη, ο πατέρας εμφανίζεται κι εξαφανίζεται με ένα μυστηριώδη ρυθμό, πράγμα που αποτελεί πηγή χρόνιας ανησυχίας. Σπάνια ο μεγάλος έχει καιρό να παίξει με το παιδί όπως θα άρεσε σ’ αυτό, δηλαδή με αφοσίωση και ολόπλευρη συμμετοχή, χωρίς περισπασμούς. Με το παραμύθι όμως είναι αλλιώς. Όσο διαρκεί, η μαμά είναι εκεί, καταδική του, συνεχής και παρήγορη παρουσία, που δίνει προστασία κι ασφάλεια. Και όταν ζητάει κι άλλο παραμύθι, αυτό δεν σημαίνει ότι το παιδί ενδιαφέρεται ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα διαδραματιζόμενα: ίσως θέλει μόνο να παρατείνει όσο περισσότερο μπορεί αυτή την ευχάριστη κατάσταση, να συνεχίσει να έχει τη μαμά του δίπλα στο κρεβάτι του ή καθισμένη στην ίδια πολυθρόνα.
Καθώς το ήρεμο ποτάμι του παραμυθιού κυλάει ανάμεσα τους, το παιδί μπορεί επιτέλους να χαρεί με την άνεση του τη μαμά, να παρατηρήσει το πρόσωπο της σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, να μελετήσει τα μάτια, το στόμα, το δέρμα της… Όχι που δεν ακούει, ακούει· αλλά επιτρέπει ευχαρίστως στον εαυτό του να αφαιρεθεί. Ωστόσο, το κύριο μέλημα του μπορεί να είναι εκείνη η προσεκτική μελέτη της μητέρας του ή του μεγάλου που σπάνια μπορεί να την κάνει για όση ώρα θα ήθελε.
Συγχρόνως, έρχεται σε επαφή με τη μητρική γλώσσα, τις λέξεις της, τους τύπους της, τις δομές της. Δε θα μπορέσουμε ποτέ να συλλάβουμε τη στιγμή κατά την οποία το παιδί, ακούγοντας ένα παραμύθι, κατακτά μια ορισμένη σχέση των όρων του λόγου μεταξύ τους, ανακαλύπτει τη χρήση μιας έγκλισης, τη λειτουργία μιας πρόθεσης. Κοπιάζοντας να καταλάβει το παραμύθι, κοπιάζει να καταλάβει τις λέξεις από τις οποίες αποτελείται, για να καθορίσει τις μεταξύ τους ομοιότητες, για να βγάλει συμπεράσματα, να διευρύνει ή να περιορίσει, να προσδιορίσει ή να διορθώσει το πεδίο ενός σημαίνοντος, τα όρια ενός συνώνυμου, τη σφαίρα επιρροής ενός επιθέτου. Στην «αποκωδικοποίηση» που κάνει, αυτό το στοιχείο γλωσσικής δραστηριότητας δεν είναι πρόσθετο, αλλά καθοριστικό όσο και τα άλλα.
Η ακρόαση είναι προπόνηση. Το παραμύθι είναι για το παιδί τόσο σοβαρό και αληθινό όσο και το παιχνίδι: του χρησιμεύει για να γνωρίσει τον εαυτό του, για να μετρήσει τις δυνάμεις του. Για να αναμετρηθεί, π.χ., με τον φόβο. Όλα όσα λέγονται για τις αρνητικές επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν πάνω στο παιδί «οι φρικαλεότητες» των παραμυθιών ‒τερατώδη πλάσματα, φοβερές στρίγκλες, το αίμα, ο θάνατος‒ δεν μου φαίνονται πειστικά. Εξαρτάται κάτω από ποιες συνθήκες συναντάει το παιδί το λύκο, ας πούμε. Αν είναι η φωνή της μαμάς του που μιλάει για το λύκο, μέσα στη γαλήνη και την ασφάλεια της οικογενειακής ατμόσφαιρας, το παιδί μπορεί να τον αψηφήσει άφοβα. Μπορεί, παίζοντας, να «κάνει πως φοβάται», βέβαιο πως η δύναμη του μπαμπά ή η παντόφλα της μαμάς θα αρκούσαν για να απομακρύνουν τον λύκο. [544]
Τζιάνι Ροντάρι, Γραμματική της Φαντασίας, εκδόσεις Τεκμήριο, Αθήνα, 1985 (Διασκευασμένο κείμενο).