Αν κάποτε σας φάνηκε ότι ακούσατε το πνεύμα της μακαρίτισσας της γιαγιάς σας να τριγυρνάει νυχτιάτικα στην αποθήκη, δεν είστε οι μόνοι. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στη Βρετανία, το 42% του πληθυσμού πιστεύει στα φαντάσματα. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, το ποσοστό αυτό έχει σημειώσει σημαντική άνοδο σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’50, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που δεν διστάζουν να περιγράψουν δημοσίως τις υπερφυσικές εμπειρίες τους.
Ομάδες έρευνας του υπερφυσικού με θερμούς οπαδούς εμφανίζονται ξαφνικά σε όλη τη χώρα. «Ο ενθουσιασμός για πράγματα όπως τα φαντάσματα, τα ωροσκόπια, οι άγγελοι και τα ξωτικά παραπέμπει σε έναν τρόπο σκέψης προ Διαφωτισμού. Είναι παράξενο που οι εκπληκτικές τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις συνοδεύονται από μια επιδημία προλήψεων και ψευδο-επιστήμης» λέει στους «Σάντεϊ Τάιμς» ο συγγραφέας Φράνσις Γουίν. Κάποιοι μιλούν για μόδα που έχει τροφοδοτηθεί από τηλεοπτικές εκπομπές για στοιχειωμένα σπίτια. Τα τελευταία δύο χρόνια το κοινό τους έχει πενταπλασιαστεί φτάνοντας το 1 εκατομμύριο τηλεθεατές. Οι εκπομπές τέτοιου είδους προσφέρουν μια μάλλον ανούσια μεταμεσονύχτια διασκέδαση, μπορεί όμως άραγε η έρευνα για τα φαντάσματα να ληφθεί σοβαρά υπόψη;
Ο καθηγητής Ρίτσαρντ Γουάιζμαν του Πανεπιστημίου του Χέρτφοντσιαρ αποκάλυψε στην «Επιθεώρηση της Ψυχολογίας» τις έρευνές του πάνω στις υπερφυσικές εμπειρίες. Ήταν η πρώτη φορά που ένα έγκυρο επιστημονικό έντυπο δημοσίευε μια τέτοια εργασία. Ο Γουάιζμαν και οι συνεργάτες του είχαν οργανώσει και παρακολουθήσει περιηγήσεις 450 και πλέον ανθρώπων σε φημισμένα «στοιχειωμένα» μέρη. Συμπέραναν ότι οι άνθρωποι αυτοί πράγματι ένιωθαν κάτι, αλλά ότι τα συναισθήματα αυτά ήταν αποτέλεσμα φυσικών φαινομένων, όπως του σκοταδιού και των μαγνητικών πεδίων που ερεθίζουν τις αισθήσεις.
Ήδη παρατηρείται αυξημένο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Δέκα φοιτητές κάνουν το διδακτορικό τους στην παραψυχολογία στο Τμήμα Παραψυχολογίας Κέστλερ του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, ενώ ένας συνεργάτης ερευνητής στο ίδιο τμήμα έχει εξασφαλίσει επιχορήγηση 54.000 λιρών για έρευνες στη μαγεία. Οι ομάδες όμως που επιχειρούν να εφαρμόσουν επιστημονικά δεδομένα στη μελέτη του υπερφυσικού είναι ελάχιστες και άσχετες με εκείνες που έχουν αναγάγει σε χόμπι τον εντοπισμό στοιχειών.
Κάποιοι ψυχολόγοι θεωρούν ότι η γοητεία του υπερφυσικού έχει προκύψει σε συνδυασμό με τη βαθμιαία απομάκρυνση από την παραδοσιακή θρησκεία. Η «μετακίνηση» αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι σχετίζεται με το ένστικτο της επιβίωσης. Η πίστη είτε στη θρησκεία είτε σε πνεύματα είτε σε οτιδήποτε πέρα από τον φθαρτό τούτο κόσμο ενδέχεται να είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης συναισθηματικά δύσκολων καταστάσεων όπως ο θάνατος. Μια στρατηγική επιβίωσης που μας προστατεύει από τη συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και οριστικός.
Ο Μπιλ Ντουρόντι, διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Μελέτης Ασφάλειας στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου, έχει μια πολύ πιο συγκεκριμένη εξήγηση: η άνοδος του παραλογισμού και της πίστης στο υπερφυσικό είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης των κοινωνικών δικτύων συνοχής που οδηγεί σε μια βαθιά δυσπιστία απέναντι σε κάθε αυθεντία. Όταν οι θεσμοί κύρους και εξουσίας χάνουν την αξιοπιστία τους, το κενό καλύπτεται από μύθους, φήμες και προλήψεις. Μεταξύ μας, δεν φταίει μόνο το κενό. Χρειάζεται και κάποια «έφεση»! [475]
Λήδα Παπαδοπούλου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24/12/2004 (Διασκευασμένο κείμενο).