Χωρίς αμφιβολία η «εξ αποστάσεως μάθηση» (e-learning) μοιραία θα αποτελέσει μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής εμπειρίας των παιδιών, καθώς ο κόσμος μπαίνει σε φάση, η οποία ευρύτατα, και ίσως μερικές φορές με πολύ μεγάλη ευκολία, αναφέρεται ως «οικονομία της γνώσης» ή «κοινωνία της γνώσης». Οι υποδομές της πληροφορίας και των επικοινωνιών βρίσκονται ασφαλώς στον πυρήνα αυτής της εξέλιξης, και όχι μόνο από την οπτική της προετοιμασίας των μαθητών για έναν κόσμο εργασίας όπου έχουν διεισδύσει οι δικτυωμένοι υπολογιστές, αλλά και από την οπτική της κοινοτικής συμμετοχής, της ιδιότητας του πολίτη και της μάθησης. Οι μαθητές που αποκλείονται από τους νέους χώρους της πληροφορίας θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση τόσο από κοινωνική και πολιτισμική όσο και από οικονομική άποψη.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει πάντοτε, οι μνημειώδεις τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές, όπως η ψηφιακή επανάσταση, είναι εξαιρετικά φορτισμένες. Από τη μία πλευρά, η σε βάρος τους κριτική επισημαίνει ότι δεν προσθέτουν παρά ακόμη μία διάσταση στην ανισότητα με τη μορφή του ψηφιακού διαχωρισμού. Σωστά επίσης επισημαίνεται το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του εκπαιδευτικού υλικού είναι μονολιθικό και εξαιρετικά εξατομικευμένο (ένας χρήστης/μία οθόνη), κατ’ επίφαση νεωτεριστικό λόγω του «θάμβους» που προκαλεί το μέσο, ενώ στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει παιδαγωγικές αμφίβολης ποιότητας, και οι οποίες, μολονότι καλύπτουν τον μαθησιακό χώρο, δεν αντιπροσωπεύουν αποτελεσματική ή δυναμική μάθηση.
Από την άλλη πλευρά, μια πιο αισιόδοξη ακαδημαϊκή οπτική επισημαίνει τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές δυνατότητες των νέων τεχνολογιών. Τονίζουν την ικανότητά τους να στεγανοποιούν κοινότητες πρακτικής, μεταβιβάζοντας μερικά από τα μέσα έκφρασης και επικοινωνίας από τα ακριβά και εξαιρετικά συγκεντρωτικά MME του εκσυγχρονιστικού 20ού αιώνα σε μικρότερες κοινότητες (δικτυακοί τόποι, ψηφιακή εκτύπωση, μουσική mp3, ψηφιακό βίντεο). Αντί να είναι οι αποδέκτες μεταδιδόμενης γνώσης (προγράμματα μαθημάτων, εγχειρίδια, πηγές «πληροφόρησης»), τα σχολεία θα μπορούσαν να γίνουν χώροι όπου δάσκαλοι και μαθητές αναπτύσσουν σχολικές τράπεζες γνώσης και όπου οι παραδοσιακές σχολικές τάξεις, κυριαρχούμενες κατά κανόνα από τον λόγο του δασκάλου, αντικαθίστανται από ανοιχτά σχολεία στα οποία ομάδες μαθητών δουλεύουν αυτόνομα και συνεργατικά, με βάση σχέδια δράσης που οδηγούν στη γνώση μέσα σε περιβάλλον δομημένης «διαχείρισης περιεχομένου». [332]
Mary Kalantzis, ΤΟ ΒΗΜΑ , 9/5/2004 (Διασκευασμένο κείμενο).
H Mary Kalantzis είναι καθηγήτρια Παιδαγωγικής και Ερευνών στο Πανεπιστήμιο Globalism Institute RMIT της Μελβούρνης.