Σε κεντρικό ξενοδοχειακό συγκρότημα της Καλαμάτας, με μεγάλη πληρότητα, η σύνθεση των παραθεριστών-ενοίκων ήταν αντιπροσωπευτική του τουριστικού κύματος που κατακλύζει (και) φέτος τη χώρα μας. Ρώσοι, Βούλγαροι, αρκετοί Βαλκάνιοι εν γένει, Ελληνοαμερικανοί.
Η υποχρεωτική συνύπαρξη στο πρωινό μαζικής κατανάλωσης είναι πρόσφορη για ανθρωπολογικές και άλλες παρατηρήσεις. Τι χωρίζει και τι ενώνει τα δυο ζευγάρια Ρώσων ‒οι άντρες πολύ εύσωμοι, με τατουάζ, χρυσή αλυσίδα στον λαιμό, οι γυναίκες ξανθές, μικρομεσαίων προδιαγραφών, που έχουν πάνω στο τραπέζι τους δέκα ποτήρια σαμπάνιας (στις 10.30 το πρωί)‒ με τη διπλανή τετραμελή ελληνική οικογένεια, η οποία αφήνει πίσω της φεύγοντας ένα πιάτο ξέχειλο με ανέγγιχτα κρουασάν και ψωμιά;
Το μεσημέρι η εικόνα αλλάζει. Ο καθωσπρέπει γκριζομάλλης κύριος στο διπλανό τραπέζι παραγγέλνει σολομό στη σχάρα, 19 ευρώ τιμάται στον κατάλογο. Εμφανίζεται ένα λεπτό σαν χαρτί, ξεψυχισμένο, διαλυμένο υποτμήμα μερίδας σολομού, πασπαλισμένο με ψήγματα σάλτσας ντομάτας (από μακαρόνια;), με γαρνιτούρα πατάτες φούρνου και ρύζι, υπόλοιπα από τον μπουφέ. Ο κύριος διαμαρτύρεται ήπια αλλά αυστηρά, η σερβιτόρα αντιλαμβάνεται το πρόβλημα, επαναλαμβάνει πολλές φορές «συγγνώμη», αποσύρει το φαγητό, το αντικαθιστά με άλλο. Κάτι αλλάζει στον ελληνικό τουρισμό ή όχι; Προς ποια κατεύθυνση;
Εκατομμύρια οι επισκέπτες φέτος στη χώρα μας. Ο «θρίαμβος» του ελληνικού τουρισμού δεν επισκιάζεται από «γκρίνιες». Τι κι αν είναι συγκυριακός λόγω της μεγάλης ταραχής στη Μέση Ανατολή, τι κι αν παρατηρήθηκαν περιστατικά αισχροκέρδειας, τι κι αν η λογική της αρπαχτής («δουλεύουμε τρεις μήνες για να ζήσουμε δώδεκα») δεν εξαλείφεται, τι κι αν απέχουμε πολύ ακόμη από το σημείο να αποκτήσουμε έναν τουρισμό ανταγωνιστικό και αναντικατάστατο; Οι αριθμοί και μόνο οι αριθμοί προκαλούν ευφορία. Ποιος θέλει να καταπιαστεί με «γκρίνιες»;
Όμως, τώρα, τα δυο τελευταία χρόνια, με την εκτίναξη των αφίξεων, θα πρέπει να ενταθούν οι έλεγχοι, να αναδειχθούν μονάδες ξενοδοχειακές και προσπάθειες που σέβονται τον πελάτη, να ενισχυθούν ιδέες καινοτόμες, σύγχρονες, που δεν ταυτίζουν το μαζικό με τον συνωστισμό και την απελπιστική έλλειψη καλού γούστου. Ο πελάτης-εμπόρευμα, που προσφέρεται μόνο για οικονομική εκμετάλλευση, είναι έννοια παρωχημένη και, όπως αποδεικνύεται, ληξιπρόθεσμη. Δεν αποτελεί επένδυση· μόνο προσωρινό, αμφιλεγόμενο κέρδος.
Ας επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο της Καλαμάτας. Στα προσφερόμενα «πακέτα» με το δελεαστικό για κάποιους και απωθητικό για κάποιους άλλους περιεχόμενο. Τι μπορεί να σημαίνει η συγκέντρωση αυτού του ετερόκλητου πλήθους, με διαφορετικές συνήθειες και περιστασιακά συγγενείς επιθυμίες; Τι σημαίνει για έναν επισκέπτη από μια πρώην κομμουνιστική, στερημένη από καταναλωτικά αγαθά και αποκλεισμένη χώρα η ελευθερία των πρόσκαιρων απολαύσεων του ελληνικού καλοκαιριού; Μεταφράζεται σε δέκα ποτήρια σαμπάνια; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι.
Γράφει ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Γερμανός συγγραφέας και δοκιμιογράφος, σε ένα παλιό αλλά όχι ξεπερασμένο κείμενό του για τον τουρισμό: «Ο τουρισμός, ζητώντας να λυτρώσει τους οπαδούς του από την κοινωνία, πήρε κι αυτή μαζί του στο ταξίδι. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτό μπορούσαν να διαβάσουν στα πρόσωπα των γειτόνων τους αυτό που ήταν πρόθεσή τους να ξεχάσουν. Στο πρόσωπο αυτό, που τους ακολουθούσε στο ταξίδι, καθρεφτιζόταν ό,τι είχε αφήσει κανείς πίσω του. Έκτοτε ο τουρισμός είναι καθρέφτης της κοινωνίας, την οποία ο ίδιος απεχθάνεται». [486]
Μαρία Κατσουνάκη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/7/2014 (Διασκευασμένο κείμενο).