Μια Ιρανή στην Ουάσιγκτον: μια σύγχρονη γυναίκα με κοντά μαλλιά, χωρίς μαντίλα, με παντελόνι, με κραγιόν, που απολαμβάνει τις πιο μικρές ελευθερίες: ένα παγωτό χωνάκι στο δρόμο (στην Τεχεράνη αυτή η αθώα απόλαυση απαγορεύεται αυστηρά ως σεξουαλική πρόκληση), ένα φαντεζί ζευγάρι κάλτσες, μια βόλτα στα μαγαζιά. Απολαμβάνει, χωρίς να εξιδανικεύει: «Όπου κι αν πας, συναντάς πράγματα που δεν σου αρέσουν και ανθρώπους με φονταμενταλιστικό τρόπο σκέψης», λέει στους «New York Times. «Όμως εδώ σου δίνεται η δυνατότητα να κρίνεις. Μπορώ να διατυπώσω γραπτά τη γνώμη μου και να έχω βάσιμες ελπίδες ότι το άρθρο μου θα δημοσιευτεί, μπορώ να διαδηλώσω στους δρόμους, μπορώ να επικρίνω την τηλεόραση».
Η Αζάρ Ναφίσι διδάσκει σήμερα Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Τίποτε δεν θυμίζει εδώ την ένταση και το ενδιαφέρον που περιέβαλαν τα μυστικά μαθήματά της στην Τεχεράνη· τίποτε δεν ανακαλεί την εκρηκτική ατμόσφαιρα που προκάλεσε στο εκεί Πανεπιστήμιο η πρωτοβουλία της να μιλήσει για τον Γκιστάβ Φλομπέρ και τη «Μαντάμ Μποβαρί» ή όταν, διαπιστώνοντας πόσο προσβεβλημένοι αισθάνονταν πολλοί φοιτητές της από το περιεχόμενο του «Μεγάλου Γκάτσμπι», αποφάσισε να «δικάσει» τον πρωταγωνιστή του εμβληματικού μυθιστορήματος του Σκοτ Φιτζέραλντ, μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας. Οι Αμερικανοί φοιτητές της παρακολουθούν ευσυνείδητα ‒πλην ευδιάκριτα βαριεστημένοι: το μάθημά της δεν είναι παρά ένα ακόμη επεισόδιο στη μονότονη ροή της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ριζική αντίφαση που ταλανίζει την Ιρανή καθηγήτρια. Στην πατρίδα της αντιτάχθηκε με τον τρόπο της στις απαγορεύσεις του θεοκρατικού καθεστώτος· όμως, αυτές ακριβώς οι απαγορεύσεις είχαν μετατρέψει τη λογοτεχνία σε απαγορευμένο καρπό, σε αντικείμενο διακαούς πόθου: ακόμη και η ανάγνωση της Τζέιν Όστιν ισοδυναμούσε εκεί με μια υπόγεια επανάσταση. Στην Αμερική, τα πάντα είναι ελεύθερα, αλλά τίποτε δεν φαίνεται πια να έχει σημασία· κανένα διακύβευμα δεν είναι τόσο σοβαρό, ώστε να αξίζει ακόμη και την πιο μικρή θυσία. Η Ναφίσι αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την πολιτισμική μακαριότητα της Αμερικής, την αναγωγή της τηλεόρασης σε, μοναδική σχεδόν, πηγή πληροφορίας και γνώσης, την έκπτωση της ανάγνωσης. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και οι αντιφάσεις των ίδιων των συμπατριωτών της, που οξύνουν ακόμη περισσότερο το αίσθημα του εκπατρισμού και της ανεστιότητας ‒ένα αίσθημα που η Αζάρ Ναφίσι αρχίζει να πιστεύει ότι θα τη συνοδεύει για πάντα: γιατί αυτή η υπέρμαχος της ελευθερίας, της ανεκτικότητας και της μετριοπάθειας, αλλά και της αναγνώρισης της πολιτισμικής διαφοράς θα ανακαλύψει πως οι πιο φλογεροί Ισλαμιστές φοιτητές της είναι και οι πιο παθιασμένοι με τη δυτική κουλτούρα, οι πιο έτοιμοι να της παραδοθούν.
«Όπου κι αν πάω, νιώθω νοσταλγία», λέει η Ναφίσι. Που πάει να πει: είμαι στην Τεχεράνη και νοσταλγώ τον ανοιχτό, ευρύ, ελεύθερο κόσμο· είμαι στην Αμερική κι επιθυμώ τα βουνά της πατρίδας μου· βρίσκομαι στην Περσία και ασφυκτιώ, πιεσμένη από επιβεβλημένες βεβαιότητες· βρίσκομαι στην πολύπλοκη, ενδιαφέρουσα Δύση και επιζητώ την αθωότητα της Ανατολής. Ή, μ’ άλλα λόγια: σε έναν κόσμο όπου το νόημα διολισθαίνει, νοσταλγώ εκείνο τον, ανεύρετο, ίσως, τόπο, όπου η αναζήτηση του νοήματος έχει ακόμη στόχο. Αλλά αυτή, ας μην ξεχνάμε, είναι η μοίρα κάθε διανοούμενου. [489]
Κατερίνα Σχινά, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 12/3/2004 (Διασκευασμένο κείμενο).