Οι αξίες της επιστήμης

Για μένα υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι για μια συντονισμένη προσπάθεια να διαδοθεί η επιστήμη μέσω ραδιοφώνου, τηλεόρασης, κινηματογράφου, εφημερίδων, βιβλίων, προγραμμάτων κομπιούτερ, διαλέξεων και σχολικών μαθημάτων σε κάθε πολίτη. Σε όλες τις χρήσεις της επιστήμης είναι ανεπαρκές ‒στην πραγματικότητα επικίνδυνο‒ να παράγεται μόνο ένα μικρό, εξαιρετικά ικανό, καλοαμειβόμενο ιερατείο ειδικών. Αντ’ αυτού, κάποια βασική κατανόηση των ανακαλύψεων και μεθόδων της επιστήμης πρέπει να είναι προσιτή στο ευρύτερο κοινό.

Παρά τις πολλαπλές πιθανότητες κατάχρησης, η επιστήμη μπορεί να είναι η χρυσή διέξοδος από τη φτώχεια και την οπισθοδρόμηση για τα αναπτυσσόμενα κράτη. Είναι αυτή που θέτει σε λειτουργία τις εθνικές οικονομίες και τον παγκόσμιο πολιτισμό. Πολλά έθνη το κατανοούν αυτό. Γι’ αυτό και τόσοι απόφοιτοι σπουδαστές της επιστήμης και μηχανικής στα αμερικανικά πανεπιστήμια ‒οι καλύτεροι στον κόσμο‒ προέρχονται από άλλες χώρες. Το συμπέρασμα είναι ότι εγκαταλείποντας την επιστήμη ανοίγει ο δρόμος προς τη φτώχεια και την οπισθοδρόμηση.

Η επιστήμη μάς αφυπνίζει για τους κινδύνους που προέρχονται από τις τεχνολογίες που μεταβάλλουν τον κόσμο ‒ειδικά το παγκόσμιο περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ζωή μας. Η επιστήμη μάς προμηθεύει ουσιαστικά και έγκαιρα με ένα προειδοποιητικό σύστημα.

Η επιστήμη μάς διδάσκει τα βαθύτερα θέματα της καταγωγής, της φύσης και της μοίρας του είδους μας, της ζωής, του πλανήτη μας, του Σύμπαντος. Για πρώτη φορά στην Ιστορία της ανθρωπότητας είμαστε σε θέση να εξασφαλίσουμε μια αληθινή κατανόηση αυτών των θεμάτων. Κάθε πολιτισμός στη Γη έχει θέσει τέτοια θέματα και έχει εκτιμήσει τη σπουδαιότητα τους. Όλοι μας νιώθουμε σαν κουτορνίθια όταν προσεγγίζουμε αυτά τα μεγάλα ζητήματα. Μακροπρόθεσμα, το μεγαλύτερο δώρο της επιστήμης μπορεί να είναι να μας απαντήσει στα ερωτήματα: από πού και πότε ήρθαμε ή ακόμα και ποιοι είμαστε.

Οι αξίες της επιστήμης και οι αξίες της δημοκρατίας είναι εναρμονισμένες και σε πολλές περιπτώσεις αδιαχώριστες. Η επιστήμη και η δημοκρατία ξεκίνησαν ‒με την πολιτισμένη τους ενσάρκωση‒ την ίδια χρονική περίοδο και στο ίδιο μέρος: την Ελλάδα του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. Η επιστήμη προσφέρει ισχύ σε οποιονδήποτε κάνει τον κόπο να τη μάθει (μόνο που πάρα πολλοί έχουν συστηματικά εμποδιστεί από το να κάνουν κάτι τέτοιο). Καθώς η επιστήμη αναπτύσσεται, απαιτεί πράγματι την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Οι αξίες της αντιτίθενται στο μυστικισμό. Η επιστήμη δεν διαθέτει ειδικά πλεονεκτήματα ή προνομιακές θέσεις. Και οι δυο, η επιστήμη και η δημοκρατία, ενθαρρύνουν αντισυμβατικές απόψεις και ζωηρές λογομαχίες. Και οι δυο απαιτούν επαρκή λογική, συναφή επιχειρήματα, αυστηρά δεδομένα αποδεικτικών στοιχείων και εντιμότητας. Η επιστήμη είναι ένας τρόπος να προκαλέσεις κάποιους που προσποιούνται ότι έχουν γνώσεις, να τις αποδείξουν. Είναι ένα φράγμα ενάντια στις προλήψεις. Αν είμαστε πιστοί στις αξίες της, μπορεί να μας πει πού έχουμε κάνει λάθος. Όσο πιο πλατιά διαδεδομένη είναι η γλώσσα της, οι κανόνες και οι μέθοδοι της, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχουμε να διασώσουμε αυτό που ο Τόμας Τζέφερσον και οι συνάδελφοι του είχαν στο μυαλό τους. Αλλά και η δημοκρατία μπορεί να ανατραπεί από τα προϊόντα της επιστήμης πιο εύκολα απ’ όσο μπορούσε να ονειρευτεί ο όποιος προ-βιομηχανικός δημαγωγός. [489]

Καρλ Σάγκαν (Carl Sagan): Στοιχειωμένος Κόσμος, εκδόσεις ΕΣΟΠΤΡΟΝ (Διασκευασμένο κείμενο). 

Δημοσιεύθηκε στη Γ΄ Λυκείου, Επιστήμη Τεχνολογία | Ετικέτες: , , , | Σχολιάστε

Χωρίς πατρίδα

Μια Ιρανή στην Ουάσιγκτον: μια σύγχρονη γυναίκα με κοντά μαλλιά, χωρίς μαντίλα, με παντελόνι, με κραγιόν, που απολαμβάνει τις πιο μικρές ελευθερίες: ένα παγωτό χωνάκι στο δρόμο (στην Τεχεράνη αυτή η αθώα απόλαυση απαγορεύεται αυστηρά ως σεξουαλική πρόκληση), ένα φαντεζί ζευγάρι κάλτσες, μια βόλτα στα μαγαζιά. Απολαμβάνει, χωρίς να εξιδανικεύει: «Όπου κι αν πας, συναντάς πράγματα που δεν σου αρέσουν και ανθρώπους με φονταμενταλιστικό τρόπο σκέψης», λέει στους «New York Times. «Όμως εδώ σου δίνεται η δυνατότητα να κρίνεις. Μπορώ να διατυπώσω γραπτά τη γνώμη μου και να έχω βάσιμες ελπίδες ότι το άρθρο μου θα δημοσιευτεί, μπορώ να διαδηλώσω στους δρόμους, μπορώ να επικρίνω την τηλεόραση».

Η Αζάρ Ναφίσι διδάσκει σήμερα Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Τίποτε δεν θυμίζει εδώ την ένταση και το ενδιαφέρον που περιέβαλαν τα μυστικά μαθήματά της στην Τεχεράνη· τίποτε δεν ανακαλεί την εκρηκτική ατμόσφαιρα που προκάλεσε στο εκεί Πανεπιστήμιο η πρωτοβουλία της να μιλήσει για τον Γκιστάβ Φλομπέρ και τη «Μαντάμ Μποβαρί» ή όταν, διαπιστώνοντας πόσο προσβεβλημένοι αισθάνονταν πολλοί φοιτητές της από το περιεχόμενο του «Μεγάλου Γκάτσμπι», αποφάσισε να «δικάσει» τον πρωταγωνιστή του εμβληματικού μυθιστορήματος του Σκοτ Φιτζέραλντ, μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας. Οι Αμερικανοί φοιτητές της παρακολουθούν ευσυνείδητα ‒πλην ευδιάκριτα βαριεστημένοι: το μάθημά της δεν είναι παρά ένα ακόμη επεισόδιο στη μονότονη ροή της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ριζική αντίφαση που ταλανίζει την Ιρανή καθηγήτρια. Στην πατρίδα της αντιτάχθηκε με τον τρόπο της στις απαγορεύσεις του θεοκρατικού καθεστώτος· όμως, αυτές ακριβώς οι απαγορεύσεις είχαν μετατρέψει τη λογοτεχνία σε απαγορευμένο καρπό, σε αντικείμενο διακαούς πόθου: ακόμη και η ανάγνωση της Τζέιν Όστιν ισοδυναμούσε εκεί με μια υπόγεια επανάσταση. Στην Αμερική, τα πάντα είναι ελεύθερα, αλλά τίποτε δεν φαίνεται πια να έχει σημασία· κανένα διακύβευμα δεν είναι τόσο σοβαρό, ώστε να αξίζει ακόμη και την πιο μικρή θυσία. Η Ναφίσι αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την πολιτισμική μακαριότητα της Αμερικής, την αναγωγή της τηλεόρασης σε, μοναδική σχεδόν, πηγή πληροφορίας και γνώσης, την έκπτωση της ανάγνωσης. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και οι αντιφάσεις των ίδιων των συμπατριωτών της, που οξύνουν ακόμη περισσότερο το αίσθημα του εκπατρισμού και της ανεστιότητας ‒ένα αίσθημα που η Αζάρ Ναφίσι αρχίζει να πιστεύει ότι θα τη συνοδεύει για πάντα: γιατί αυτή η υπέρμαχος της ελευθερίας, της ανεκτικότητας και της μετριοπάθειας, αλλά και της αναγνώρισης της πολιτισμικής διαφοράς θα ανακαλύψει πως οι πιο φλογεροί Ισλαμιστές φοιτητές της είναι και οι πιο παθιασμένοι με τη δυτική κουλτούρα, οι πιο έτοιμοι να της παραδοθούν.

«Όπου κι αν πάω, νιώθω νοσταλγία», λέει η Ναφίσι. Που πάει να πει: είμαι στην Τεχεράνη και νοσταλγώ τον ανοιχτό, ευρύ, ελεύθερο κόσμο· είμαι στην Αμερική κι επιθυμώ τα βουνά της πατρίδας μου· βρίσκομαι στην Περσία και ασφυκτιώ, πιεσμένη από επιβεβλημένες βεβαιότητες· βρίσκομαι στην πολύπλοκη, ενδιαφέρουσα Δύση και επιζητώ την αθωότητα της Ανατολής. Ή, μ’ άλλα λόγια: σε έναν κόσμο όπου το νόημα διολισθαίνει, νοσταλγώ εκείνο τον, ανεύρετο, ίσως, τόπο, όπου η αναζήτηση του νοήματος έχει ακόμη στόχο. Αλλά αυτή, ας μην ξεχνάμε, είναι η μοίρα κάθε διανοούμενου. [489]

Κατερίνα Σχινά, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 12/3/2004 (Διασκευασμένο κείμενο).

 

Δημοσιεύθηκε στη Γ΄ Λυκείου, Πνευματικός άνθρωπος | Ετικέτες: , , , , , , , | Σχολιάστε

Οι ζωές των άλλων

Βουτιά στο οικογενειακό παρελθόν μου. Την έκανα πρόσφατα με τη βοήθεια κάτι παλιών, ξεχασμένων φωτογραφιών. Μακρινοί πρόγονοι, θείοι και θείες, συγγενείς, γείτονες, φίλοι. «Δικοί μου» άνθρωποι που δεν τους γνώρισα ποτέ. Αλλά και οι γιαγιάδες μου και οι παππούδες μου, που τους θυμάμαι, απαθανατισμένοι στα πρώτα νιάτα τους. Αγέλαστες, μελαγχολικές κυρίες με καπέλα, μακριές φούστες και μεταξωτά πουκάμισα που κουμπώνουν αυστηρά γύρω από τον λαιμό ποζάρουν μπροστά σε ζωγραφισμένα τοπία. Κύριοι σοβαροί με καγκελωτά μουστάκια υποκρίνονται ότι παίζουν σκάκι ή επιδίδονται σε… παρεξηγήσιμες σήμερα αγκαλιές διά των οποίων αποθεώνουν την ανδρική φιλία. Το έχουν σημειώσει εξάλλου στο πίσω μέρος της φωτογραφίας-καρτ ποστάλ με αριστοτεχνική καλλιγραφία: «Εις τον αγαπητόν μας εξάδελφον Ιωάννην, ενθύμιον της αλησμονήτου φιλίας μας, Τζώρτζης και Ασημάκης».

Δυστυχώς δεν πρόλαβα. Έπρεπε να είχα ασχοληθεί με τον μικρό αυτόν θησαυρό όσο βρισκόταν εν ζωή η γιαγιά μου, η μοναδική που μπορούσε να μιλήσει λεπτομερώς για τον καθέναν από τους αγνώστους που ποζάρουν, να ενώσει το παρόν με το παρελθόν, να με ταξιδέψει στις ρίζες μου. Τώρα προσπαθώ να συμπληρώσω το παζλ ρωτώντας εκείνους που οριακά πρόλαβαν να γνωρίσουν τους νέους που ποζάρουν. Άλλος θυμάται, άλλος δεν θυμάται καθόλου. Ονόματα, ιδιότητες και συγγενικές σχέσεις μπλέκονται. Από το μωσαϊκό της οικογενειακής ιστορίας λείπουν ψηφίδες που κανένας δεν θα μπορέσει να αποκαταστήσει. Ένα ασπρόμαυρο κάδρο που σε καλεί να μπεις μέσα του για να ακούσεις τις κουβέντες τους, να γνωρίσεις τον «δάσκαλο» και τον «καλλιτέχνη» για τους οποίους έχεις ακούσει τόσες ιστορίες…

Αποφάσισα να περάσω στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου τις φωτογραφίες που διηγούνται την ιστορία της οικογένειάς μου. Για να τις διασώσω από τον χρόνο. Να τις διασώσω και να τις παραδώσω πού; Πουθενά. Αμφιβάλλω αν κάποιος από τους δικούς μου απογόνους θα δείξει ενδιαφέρον γι’ αυτές τις ρετρό παλιατζούρες. Για ποιον λόγο να ασχοληθούν οι επόμενες γενεές με μια προγιαγιά που δεν γνώρισαν ποτέ; Πώς μπορούν τα παιδιά της ψηφιακής φωτογραφίας να εκτιμήσουν αυτά τα με τόση προσοχή και επιμέλεια στημένα ενσταντανέ1 τη στιγμή που στον δικό τους κόσμο το φωτογραφίζειν διά του κινητού τηλεφώνου είναι μια κίνηση ρουτίνας και σχεδόν ασυναίσθητου αυτοματισμού; Και όταν στη στιγμή αναρτούν τις φωτογραφίες τους σε Facebook και Twitter, κοινοποιώντας σε όλους, σε γνωστούς αλλά και σε αγνώστους, τη στιγμή, την παρέα, το συναίσθημα, πώς αλήθεια μπορούν να νιώσουν τη συγκίνηση της προσωπικής ανάμνησης την οποία ξυπνάει μέσα μου το ξεφύλλισμα παλιών άλμπουμ;

Με την καθοριστική συμβολή του Διαδικτύου, η προσωπική ανάμνηση χάνει την αξία της και μετατρέπεται σε συλλογική, την οποία χαζεύουν όλοι αλλά δεν αφορά σχεδόν κανέναν. Γι’ αυτό οι φωτογραφίες που «ανεβάζω» περιλαμβάνουν μόνο τοπία από τα ταξίδια μου. Τους ανθρώπους επιλέγω να μην τους εκθέτω. Την εικόνα τους (αποτυπωμένη όχι πια στο χαρτί αλλά στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου) την κρατώ αποκλειστικά για εμένα. Είχα διαβάσει κάποτε για κάτι φυλές που δεν θέλουν να τις φωτογραφίζεις γιατί θεωρούν ότι τους κλέβεις την ψυχή. Δεισιδαίμων δεν είμαι, όμως στις φωτογραφίες εξακολουθώ να βλέπω τις ψυχές των ανθρώπων. Μου εμπνέει σεβασμό η στιγμή (μια στιγμή ζωής) που έχει διασωθεί με το κλικ της κάμερας. Γι’ αυτό αποφεύγω την από Διαδικτύου διασπορά της. Γι’ αυτό τώρα προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τα ενθυμήματα που κατατσαλακωμένα και κακοπαθημένα έφτασαν στα χέρια μου, στα τελευταία υποθέτω χέρια που θα τους φερθούν με τρυφερότητα. Δεν το κάνω από υποχρέωση, ούτε σαν χόμπι. Το κάνω σαν να μετράω ευλαβικά απουσίες. Σαν, ας πούμε, να προσεύχομαι… [561]

Κοσμάς Βίδος, BHmagazino, 20/7/2014 (Διασκευασμένο κείμενο). 

Δημοσιεύθηκε στη Β΄ Λυκείου, Ψηφιακός πολιτισμός | Ετικέτες: , , , | Σχολιάστε