Τηλεόραση: Μαθήματα βίας

Όταν τα παιδιά κάθονται μπροστά σε μία τηλεοπτική συσκευή, τα κίνητρά τους είναι πολύ διαφορετικά από αυτά των ενήλικων. Οι τελευταίοι, όπως οι ίδιοι ομολογούν, βλέπουν, σε γενικές γραμμές, τηλεόραση «για να ψυχαγωγηθούν». Τα περισσότερα παιδιά, παρόλο που τη θεωρούν και αυτά ως ένα μέσο ψυχαγωγίας, βλέπουν τηλεόραση για να καταλάβουν καλύτερα τον κόσμο. Οι ενήλικοι, σε γενικές γραμμές, δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην τηλεόραση και την αντιμετωπίζουν με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «συνειδητή ευπιστία»: Για να ψυχαγωγηθούν, αποδέχονται τις παράλογες περιγραφές και, συμβιβαζόμενοι με το πλαίσιο που θέτουν οι εκπομπές, δεν δυσκολεύονται να δεχτούν ότι ένας άνθρωπος πετάει στον αέρα, γίνεται αόρατος ή κάνει υπεράνθρωπες πράξεις. Εξ ορισμού, ένα θέαμα βασίζεται στο μύθο· δεν πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην πιθανό, πραγματικό ή αληθινό.

Τις περισσότερες φορές, αν τα παιδιά δυσκολεύονται να επικεντρώσουν την προσοχή τους, είναι επειδή το περιεχόμενο των εκπομπών δεν είναι απόλυτα κατανοητό. Συλλαμβάνουν μόνο ένα μέρος απ’ όσα βλέπουν, αντίθετα με τους ενήλικους. Δεν μπορούν να καταλάβουν τις λογικές συνέχειες· τα κίνητρα και οι προθέσεις των διάφορων ατόμων τους διαφεύγουν σε κάποιο βαθμό. Κυρίως, όμως, δεν είναι ικανά να χρησιμοποιούν την επαγωγική λογική ούτε να καταλαβαίνουν αυτό που υπονοείται.

Όταν βλέπουν σκηνές βίας, για παράδειγμα, είναι πιθανό να καταλήξουν με τον τρόπο τους στο συμπέρασμα ότι «ο πιο δυνατός είναι αυτός που έχει δίκιο». Δυσκολεύονται  να κατανοήσουν τα πιο «λεπτά» μηνύματα, καθώς και ότι μερικές πράξεις είναι πιο δικαιολογημένες από άλλες. Καταλαβαίνουν χωρίς δυσκολία ότι, αν κάποιος έχει τη δύναμη, πετυχαίνει αυτό που θέλει. Το μήνυμα αυτό είναι ακόμη πιο έντονο στα κινούμενα σχέδια «δράσης και περιπέτειας», τα οποία έχουν αντικαταστήσει τις ζωντανές εκπομπές για παιδιά που μεταδίδονταν κάποτε. Έχει αποδειχτεί μάλιστα ότι οι εικόνες βίας που υπάρχουν σε αυτές είναι πολύ περισσότερες απ’ ό,τι στα προγράμματα που προορίζονται για ενήλικους τις ώρες της μεγάλης τηλεθέασης. Μία πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι υπάρχουν, κατά μέσο όρο, είκοσι πέντε πράξεις βίας την ώρα στις παιδικές εκπομπές, ενώ μόνο πέντε στα προγράμματα που μεταδίδονται τις ώρες μεγάλης θεαματικότητας. Τα κινούμενα σχέδια «δράσης και περιπέτειας» αφηγούνται, στην πραγματικότητα, «ιστορίες δύναμης».

Οι εκπομπές αυτές επηρεάζουν τη συμπεριφορά των παιδιών; Εκατοντάδες έρευνες, που έχουν γίνει από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 –πειραματικές έρευνες πάνω σε μικρά δείγματα παιδιών, αλλά και μεγάλες έρευνες που έχουν γίνει σε διαφορετικό περιβάλλον, με τη χρησιμοποίηση ποικίλων τεχνικών– καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που παρακολουθούν πολλή τηλεόραση είναι πιο επιθετικά από αυτά που βλέπουν λιγότερη. Οι εκπομπές βίας δεν επηρεάζουν μόνο τη συμπεριφορά τους, αλλά και τις πεποιθήσεις και τις αξίες τους. Για παράδειγμα, μερικοί από τους νέους που βλέπουν πολλή τηλεόραση φοβούνται, σε γενικές γραμμές, περισσότερο τη βία του πραγματικού κόσμου. Άλλοι, αντίθετα, έχουν αναισθητοποιηθεί απέναντι σε αυτή τη βία· τους προκαλεί μικρότερο σοκ και αντιδρούν με λιγότερη ένταση. [457]

John Condry, Από το βιβλίο των Karl Popper-John Condry: Τηλεόραση: Κίνδυνος για τη δημοκρατία, εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1995 (Διασκευασμένο κείμενο).

 

Δημοσιεύθηκε στη Β΄ Λυκείου, ΜΜΕ | Ετικέτες: , , , , , , , , , , | Σχολιάστε

Η αιώνια σύγκρουση

Μπορεί να υποστηριχθεί ότι σήμερα υπάρχουν δύο διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις που μπορούμε σχηματικά να ονομάσουμε αντίστοιχα φιλελεύθερη και κοινοτιστική. Η πρώτη έχει ως βασική πηγή έμπνευσής της τη σκέψη του John Locke (1632-1704) και η δεύτερη εκείνη του Jean-Jacques Rousseau (1712-1778).

Για τον Ρουσό, όλα τα κακά που κατατρύχουν τον άνθρωπο προέρχονται από τον εγωισμό και την ατομοκεντρικότητά του. Η τάση του να συσσωρεύει αγαθά και να αποκλείει άλλους από τη χρήση τους είναι η βάση του θεσμού της ιδιοκτησίας και η αιτία δημιουργίας ανισοτήτων μέσα στην κοινωνία. Έτσι ο άνθρωπος απομακρύνεται από την πραγματική φύση του, από το καθεστώς ισότητας και ελευθερίας, και διαφθείρεται όλο και περισσότερο από την κοινωνία, ενώ ο εγωισμός του ενισχύεται και οι ανισότητες μεγαλώνουν, ώσπου να αφυπνισθεί και να αποφασίσει να επιστρέψει στην πραγματική φύση του και να παραιτηθεί του εγωισμού του, υποτασσόμενος στο «γενικό καλό» της κοινότητας.

Ο Λοκ θεωρεί ότι πριν από όλα ο άνθρωπος έχει δικαιώματα που είναι ο ηθικός χώρος της προσωπικότητάς του. Η ιδιοκτησία, η ελευθερία και η ίδια του η ζωή είναι δικαιώματα-προεκτάσεις της ύπαρξής του: δεν υφίσταται ως άτομο χωρίς αυτά. Και συνδέει την ιδιοκτησία με την ίδια την παραγωγή αγαθών. Έτσι ξεφεύγει ένα σημαντικό τμήμα της δραστηριότητας του ανθρώπου από το πεδίο λήψης αποφάσεων με γνώμονα τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων και, σε τελευταία ανάλυση, βίαιης αντιπαράθεσης. Και έτσι ο ρόλος του κράτους περιορίζεται στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων.

Είναι σαφές ότι, αν δέχεται κανείς το «πρόγραμμα» του Διαφωτισμού, που αποτελεί και το «πρόταγμα» του σύγχρονου, ορθολογικού πολιτισμού και της δημοκρατικής κοινωνίας, η σκέψη του Λοκ είναι εντυπωσιακά σύγχρονη. Συνδέεται άμεσα με την προάσπιση του ακηδεμόνευτου, λογικού ατόμου και με την ελευθερία του. Ως φορέας δικαιωμάτων, η ιδιοκτησία αποτελεί το δυναμικό στοιχείο στη λήψη αποφάσεων που βρίσκονται έξω από την πολιτική σφαίρα. Χωρίς αυτό δεν μπορεί να αναπτύξει αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα και δεν μπορεί να του αναγνωρισθεί η ίδια του η υπόσταση ως ελεύθερου κτήτορα του εαυτού του, με την προέκταση στην ιδιωτική σφαίρα.

Το μήνυμα του Ρουσό είναι επίσης γόνιμο και βαθύ. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη από μια τέτοια κριτική ματιά στις επιλογές που κάνει κατά την πολιτιστική πορεία του. Το φυσιολογικό συναίσθημα της νοσταλγίας που νιώθει κανείς για οτιδήποτε ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη αυτή ανάγκη να μην αποκόπτεται απερίσκεπτα από τους δεσμούς του με την κοινότητα, να συντηρεί το παρελθόν. Ο Λοκ παραμένει επίκαιρος, όπως επίκαιρη παραμένει η σύνδεση μεταξύ κοινωνίας και ιδιοκτησίας την οποία διατύπωσε θεωρητικά, πριν από 300 χρόνια. [406]

Δημήτρης Δημητράκος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 25/12/1998, (Διασκευασμένο κείμενο).

Δημοσιεύθηκε στη Ανθρώπινα δικαιώματα, Γ΄ Λυκείου | Ετικέτες: , , , , , , | Σχολιάστε

Δεν χωρίζεται η πολιτική από την επικοινωνία

Πολλά ακούγονται κι άλλα τόσα καταγγέλλονται για την υπερβολική χρήση της επικοινωνίας ως μέσου προβολής πολιτικών προσώπων και κομματικών επιδιώξεων. Πολλοί επιμένουν πως η χρήση της επικοινωνίας σκεπάζει την πολιτική. Και πως κινδυνεύει ο τόπος να κυλήσει σε φαινόμενα «αφυδάτωσης» του πολιτικού λόγου και μετατροπής της πολιτικής ζωής σε ρηχό θέαμα. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις κινδυνεύουν να μετατραπούν σε Χολιγουντιανό σόου σκηνοθετημένων θεματικών «συγκρούσεων», δίχως ουσία και πραγματικό περιεχόμενο.

Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί όμως δείχνουν να αγνοούν μια ουσιαστική λεπτομέρεια που έχει να κάνει με την εποχή που διανύουμε. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας των επικοινωνιών, η κάθε πολιτική απόφαση και ανταλλαγή δεν εμπλέκει όπως παλιά τους φορείς που αφορά η συγκεκριμένη πράξη. Κάποιο κυβερνητικό τμήμα προωθεί αποφάσεις που αφορούν συγκεκριμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες. Οι επιπτώσεις όμως της απόφασης δεν περιορίζονται στις ομάδες αυτές. Διότι, εκμεταλλευόμενοι τα μέσα επικοινωνίας οι θιγόμενοι από τις σχετικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες, επιχειρούν να κινητοποιήσουν ευρύτερα λαϊκά στρώματα πίσω από τις δικές τους επιδιώξεις. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αξιοποιούνται, ώστε τα στενά συμφέροντα μιας μικρής κοινωνικής ομάδας να αναδειχθούν, να ευαισθητοποιηθούν ευρύτερες μάζες και να προστρέξουν σε συμπαράσταση τους.

Κατά συνέπεια, η επικοινωνία δεν είναι μέσον αλλά ουσία. Και δεν είναι δυνατόν να απουσιάζει από καμία εκδήλωση της πολιτικής, Στην εποχή μας, δίχως επικοινωνία δεν υπάρχει πολιτική. Εφόσον αυτή συνιστά τη μέθοδο με την οποία εξασφαλίζεται η συμμετοχή του κόσμου στην εξέλιξη των πραγμάτων και στην υποστήριξη ή άρνηση των πολιτικών επιλογών και πρωτοβουλιών.

Κυρίαρχο ρόλο σε κάθε είδος μοντέρνας διακυβέρνησης καταλαμβάνει η λεγόμενη «στρατηγική επικοινωνία». Λέγοντας «στρατηγική» εννοούμε τη μέθοδο επικοινωνίας που ενσωματώνει σε κάθε πρακτική και καθημερινή κίνηση πολιτικής ‒δηλαδή σε κάθε μήνυμα, κάθε εικόνα και κάθε εντύπωση‒ το γενικότερο ιδεολογικό και πολιτικό προφίλ και τις στρατηγικές επιδιώξεις του φορέα (κυβέρνησης ή κόμματος) που τις εκπέμπει. Από την άλλη, με τον όρο «επικοινωνία» εννοούμε την τεχνική της επεξεργασίας των κατάλληλων μηνυμάτων που εκπέμπονται προς συγκεκριμένους παραλήπτες, με στόχο τη διάδοση χρήσιμης ‒για τον πομπό‒ γνώσης.

Με τον τρόπο αυτό, η πρόσληψη παραστάσεων δημιουργεί τη δική της πολιτική πραγματικότητα. Διότι αυτή, η πραγματικότητα, παρουσιάζεται μεταβαλλόμενη, ενσωματωμένη στη συνείδηση του κόσμου και επηρεαζόμενη από τις μεταβολές στον ψυχισμό και τις διαθέσεις του. Αν ο κόσμος γεμίσει με αισιοδοξία, τότε και η πραγματικότητα φαντάζει ρόδινη και δυναμική. Όταν ο κόσμος απογοητεύεται, τότε και οι παραστάσεις για τον γύρω κόσμο πλημμυρίζουν άρνηση και μηδενισμό. Με άλλα λόγια, η επικοινωνία στην εποχή των τεχνολογιών της πληροφορίας αποτελεί από μόνη της ουσία. Εισάγει έτσι με δυναμισμό το καινούργιο ανατρέποντας συνήθειες, αρχές και προκαταλήψεις. Η επικοινωνία προηγείται μερικές φορές της πολιτικής. Διότι προετοιμάζει το ψυχολογικό υπόστρωμα για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και ριζικών αλλαγών.

Δεν χωρίζεται λοιπόν η πολιτική από την επικοινωνία. Και είναι λαθεμένες οι εκτιμήσεις πως η πολιτική μετατρέπεται σε επικοινωνία, με την έννοια πως μένει κενή περιεχομένου. Δεν μπορεί σήμερα να υπάρξει πολιτική χωρίς επικοινωνία. Και στην πραγματικότητα, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η επικοινωνία συνιστά την ουσία της πολιτικής. [480]

Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 25/1/2004 (Διασκευασμένο κείμενο).

 

Δημοσιεύθηκε στη Γ΄ Λυκείου, Δημοκρατία | Ετικέτες: , , , , | Σχολιάστε